- δένομαι
- δένομαι, δέθηκα, δεμένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσυφάπτω — Α (συν. το παθ.) προσυφάπτομαι δένομαι, στερεώνομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφάπτομαι «δένομαι, σφίγγομαι»] … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
δεσμώνω — (AM δεσμῶ, όω Μ και δεσμώνω) [δεσμός] δένω κάποιον με δεσμά μσν. 1. δένω 2. υποδουλώνω 3. τυλίγω κάτι σφιχτά 4. φρ. «ὅρκον δεσμώνω» δένομαι με όρκο 5. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεσμωμένος, η, ον ο δέσμιος … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek
πεδούμαι — όομαι, Μ [πέδη] δένομαι με δεσμά … Dictionary of Greek
σιδηροδετώ — έω, Α [σιδηρόδετος] (κυρίως το παθ.) σιδηροδετοῡμαι, έομαι δένομαι με σιδερένια δεσμά … Dictionary of Greek